Με αφορμή την παγκόσμια ημέρας της γυναίκας δήλωσα τα εξής: «Οι γυναίκες, έχοντας κατακτήσει το δικό τους κομμάτι στον εργασιακό χώρο, έχουν διανύσει μια μεγάλη απόσταση. Ο σεβασμός και η προστασία των εργαζόμενων γυναικών καθρεπτίζει και την ποιότητα της αγοράς εργασίας. Η Επιθεώρηση Εργασίας βρίσκεται σε επαγρύπνηση προκειμένου να αντιμετωπίσει κάθε προσπάθεια τροχοπέδησης των εργασιακών δικαιωμάτων των γυναικών, η οποία αντίκειται στο νόμο, λειτουργώντας πάντα ενημερωτικά, συμφιλιωτικά και ελεγκτικά».
Ακολουθεί η ομιλία μου στην εκδήλωση της Ένωσης Διπλωματούχων Ελληνίδων Μηχανικών (ΕΔΕΜ) με θέμα "Γυναίκα και Εργασία"
Με ιδιαίτερη χαρά βρίσκομαι απόψε μαζί σας, αυτή την ιδιαίτερη μέρα, προκειμένου, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμά σας να χαιρετίσω την εκδήλωση σας με θέμα «γυναίκα και εργασία». Είναι γεγονός ότι και οι δύο αυτές έννοιες, και η γυναίκα και η εργασία, εμπεριέχουν μια εξαιρετική δυναμική και πρέπει να τρέφουμε τον απαιτούμενο και ανάλογο σεβασμό για αμφότερες εξ αυτών. Όταν δε, έχουμε να μιλήσουμε για το συνδυασμό αυτό τον δύο τότε το μείγμα είναι ακόμα πιο εκρηκτικό και το αποτέλεσμα περισσότερο άξιο ανάλυσης και συζήτησης. Ωστόσο, παρά τις αναρίθμητες συζητήσεις και αναλύσεις, τις βαρύγδουπες δηλώσεις και τα ατελείωτα ευχολόγια, τόσο η γυναίκα όσο και η εργασία φαίνεται να μην έχουν απαγκιστρωθεί από κατεστημένες και παρωχημένες λογικές και πρακτικές. Στην πράξη και η γυναίκα και η εργασία (έννοιες θηλυκές και οι δύο) συχνά υποβαθμίζονται, απαξιώνονται και ενίοτε κακοποιούνται! Όσο, λοιπόν, και αν το Σύνταγμα φωνάζει περί ισότητας Ελλήνων και Ελληνίδων (άρθρο 4), όσο και αν προστατεύει το δικαίωμα στην εργασία, όσο και αν ρητά ορίζει στο άρθρο 22 ότι «πάντες οι εργαζόμενοι ανεξαρτήτως φύλου ή άλλης διακρίσεως δικαιούνται ίσης αμοιβής δι’ ίσης αξίας παρεχομένην εργασίαν» η πρακτική δείχνει ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε προς την πραγματική και ουσιαστική ισότητα.
Με ιδιαίτερη χαρά βρίσκομαι απόψε μαζί σας, αυτή την ιδιαίτερη μέρα, προκειμένου, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμά σας να χαιρετίσω την εκδήλωση σας με θέμα «γυναίκα και εργασία». Είναι γεγονός ότι και οι δύο αυτές έννοιες, και η γυναίκα και η εργασία, εμπεριέχουν μια εξαιρετική δυναμική και πρέπει να τρέφουμε τον απαιτούμενο και ανάλογο σεβασμό για αμφότερες εξ αυτών. Όταν δε, έχουμε να μιλήσουμε για το συνδυασμό αυτό τον δύο τότε το μείγμα είναι ακόμα πιο εκρηκτικό και το αποτέλεσμα περισσότερο άξιο ανάλυσης και συζήτησης. Ωστόσο, παρά τις αναρίθμητες συζητήσεις και αναλύσεις, τις βαρύγδουπες δηλώσεις και τα ατελείωτα ευχολόγια, τόσο η γυναίκα όσο και η εργασία φαίνεται να μην έχουν απαγκιστρωθεί από κατεστημένες και παρωχημένες λογικές και πρακτικές. Στην πράξη και η γυναίκα και η εργασία (έννοιες θηλυκές και οι δύο) συχνά υποβαθμίζονται, απαξιώνονται και ενίοτε κακοποιούνται! Όσο, λοιπόν, και αν το Σύνταγμα φωνάζει περί ισότητας Ελλήνων και Ελληνίδων (άρθρο 4), όσο και αν προστατεύει το δικαίωμα στην εργασία, όσο και αν ρητά ορίζει στο άρθρο 22 ότι «πάντες οι εργαζόμενοι ανεξαρτήτως φύλου ή άλλης διακρίσεως δικαιούνται ίσης αμοιβής δι’ ίσης αξίας παρεχομένην εργασίαν» η πρακτική δείχνει ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε προς την πραγματική και ουσιαστική ισότητα.
Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (Δ.Ο.Ε.) ήδη από το 1919 είχε περιλάβει στο προοίμιο του καταστατικού της την αρχή της ίσης αμοιβής για ίση εργασία, καθώς και την προστασία της γυναίκας. Ακολούθησαν μια σειρά από Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, στις οποίες γινόταν ιδιαίτερη μνεία στη φυσιολογία της γυναίκας και ιδίως στην προστασία της μητρότητας. Ενδεικτικά να αναφέρω την 3 Δ.Σ.Ε. για την εργασία των εγκύων γυναικών, την 4 Δ.Σ.Ε. για την απασχόληση των γυναικών πριν και μετά τον τοκετό, την 41 Δ.Σ.Ε. για τη νυχτερινή εργασία των γυναικών, την 45 Δ.Σ.Ε. για την απασχόληση των γυναικών σε υπόγειες εργασίες μεταλλείων, την 89 για τη νυχτερινή εργασία των γυναικών στη βιομηχανία και την ιδιαιτέρως σημαντική 100 Δ.Σ.Ε. «περί ισότητος της αμοιβής μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζομένων δι’ εργασίαν ίσης αξίας» του 1951, η οποία κυρώθηκε από τη χώρα μας μόλις το 1975 με το ν. 46/1975. Πολύ σημαντική είναι, επίσης, η 111 ΔΣΕ για τη διάκριση στην απασχόληση και το επάγγελμα (η χώρα μας την κύρωσε με το ν. 1424/1984), όπως επίσης και η 156 ΔΣΕ για την ισότητα των ευκαιριών και μεταχειρίσεως των εργαζομένων των δύο φύλων (ν. 1576/1985). Σε κάθε περίπτωση όλη η φιλοσοφία του διεθνούς δικαίου βασίζεται πάνω στις αρχές της ισότητας. Αυτό προκύπτει και από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και γενικότερα στο σύνολο της φιλοσοφίας των οδηγιών που μας έρχονται.
Σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας αποτέλεσε σταθμό για τη χώρα μας η ψήφιση του ν. 1414/1984 για την εφαρμογή της ισότητας των δύο φύλων στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, συνέχεια του οποίου είναι ο ν. 3488/2006, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει με το ν. 3896/2010. Με την ελληνική νομοθεσία ήρθε να συγκεκριμενοποιηθεί η αναφερόμενη στο Σύνταγμα ισότητα καθώς πλέον ρητά ορίζεται σε κείμενο νόμου ότι «Άνδρες και γυναίκες δικαιούνται ίση αμοιβή για ίσης αξίας εργασία» (άρθρο 7 ν. 3488/2006). Με το νόμο αυτό βελτιώθηκε, απλουστεύθηκε και κωδικοποιήθηκε η ισχύουσα μέχρι τώρα νομοθεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ, η οποία προβλέπει ότι ο εργοδότης πρέπει να μεταχειρίζεται ισότιμα τους άνδρες και τις γυναίκες. Ο Ν. 3896/2010 περιλαμβάνει διατάξεις για την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση -συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης με σκοπό την απασχόληση (vocational training),την επαγγελματική ανέλιξη και στους όρους και τις συνθήκες εργασίας. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται εντός του πρώτου δεκαπενθήμερου κάθε εξαμήνου και αφορούν περιπτώσεις του προηγούμενου εξαμήνου εκάστου έτους.
Όσον αφορά στο γενικότερο ρόλο της Επιθεώρησης Εργασίας ως προς θέματα ισότητας ηδη με τον 1414 συστάθηκαν στη χώρα μας τα Γραφεία Ισότητας του ΣΕΠΕ, τα Τμήματα Ισότητας των Φύλων του ΑΣΕ και τα Τμήματα Ισότητας των Φύλων της Δ/νσης Όρων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Κατ΄ εφαρμογή εγκυκλίων που έχουμε εκδώσει οι Υπηρεσίες μας έχουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν στην Κεντρική Υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. περιπτώσεις παραβάσεων του ν. 3488/2006, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το ν. 3896/8-12-2010 για την εφαρμογή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Στο ν. 3896/2011 (αρ.25), αλλά και στον 3996/2011 θεσπίζεται εκ νέου το θεσμικό σχήμα συνεργασίας μεταξύ του Συνηγόρου του Πολίτη και του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), που υπήρχε και στο ν. 3488/2006.
Οι κατά τόπον Επιθεωρητές Εργασίας υποχρεούνται να ενημερώνουν τον Συνήγορο του Πολίτη για τις καταγγελίες που δέχονται σχετικά με θέματα διακρίσεων φύλου στην εργασία και να υποβάλουν σε αυτόν τα αποτελέσματα του ελέγχου τους. Περαιτέρω, παρέχεται στον Συνήγορο του Πολίτη η αρμοδιότητα να διεξάγει την δική του έρευνα και να διαμορφώνει το τελικό πόρισμα επί της καταγγελίας. Το Σ.ΕΠ.Ε. παραμένει πάντως αρμόδιο να επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις ή να προσφεύγει στην δικαιοσύνη για την επιβολή των ποινικών κυρώσεων.
Ο Συνήγορος του Πολίτη εκτιμά ότι στον παρόντα χρόνο, υπάρχουν δύο σημαντικές ελλείψεις, η αντιμετώπιση των οποίων θα καταστήσει πιο αποτελεσματική και ουσιαστική τη μελλοντική διερεύνηση καταγγελιών, που εμπίπτουν στο πεδίο της κοινής αρμοδιότητας.
Πρώτον το γεγονός ότι δεν έχουν, ακόμη, τυποποιηθεί μέσω εγκυκλίων οδηγιών, οι πρακτικές πλευρές της συνεργασίας αυτής, έχει διαπιστωθεί ότι αποτελεί σημαντικό έλλειμμα και έχει οδηγήσει στη δημιουργία σύγχυσης στα κατά τόπον Τμήματα Επιθεώρησης σχετικά με τις ειδικότερες παραμέτρους της συνεργασίας με τον Συνήγορο του Πολίτη. Επίσης είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστούν οι νέες αρμοδιότητες που αναλαμβάνει το Σ.ΕΠ.Ε. ιδίως σε σχέση με το πλαίσιο των παλαιοτέρων αρμοδιοτήτων του, προκειμένου να ενεργοποιείται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα το πλαίσιο προστασίας που έχει προβλεφτεί.
Η δεύτερη έλλειψη που έχει παρατηρηθεί, για την κάλυψη της οποίας ο Συνήγορος του Πολίτη επίσης προτίθεται να ενεργήσει σε δεύτερο χρόνο, σχετίζεται με την επιμόρφωση των Επιθεωρητών Εργασίας για θέματα διακρίσεων λόγω φύλου.
Άμεσος στόχος της επιμόρφωσης θα είναι να αποκτήσουν οι Επιθεωρητές Εργασίας μεγαλύτερη επίγνωση των θεσμικών ρυθμίσεων και των νέων σχετικά εννοιών που αφορούν σε θέματα διακρίσεων, ώστε να διευκολυνθούν στην άσκηση του έργου τους και να αξιοποιήσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις θεσμικές δυνατότητες δράσεις που τους έχουν ανατεθεί.
Απώτερος στόχος θα είναι να λειτουργήσει κατά τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο στην πράξη και να αναπτυχθεί η συνεργασία μεταξύ του Συνηγόρου του Πολίτη και του Σ.ΕΠ.Ε. που έχει προβλεφθεί από τον νόμο. Τα τηρούμενα, από εμάς, την Επιθεώρηση, στοιχεία είναι οπωσδήποτε μια βάση μελέτης και αξιολόγησης. Ωστόσο, πρέπει να ομολογήσουμε ότι όσοι προστατευτικοί νόμοι κι αν εκδοθούν, όσοι ελεγκτικοί μηχανισμοί κι αν ενεργοποιηθούν, για να οδηγηθούμε στο απολύτως επιθυμητό αποτέλεσμα θα πρέπει να υπάρξει και η εγκατάλειψη των εμφυτευμένων φοβιών και να υπάρχει μια σταθερή, συνεχής και αυτοσυνειδητοποιημένη διεκδίκηση. Οι προστατευτικοί νόμοι είναι εύκολο να παραμείνουν ανενεργοί, να μην ενεργοποιηθούν ποτέ και να αποτελούν μόνο τη βάση μιας θεωρητικής συζήτησης, αν δεν διεκδικήσουμε όλοι και κυρίως οι ίδιες οι γυναίκες την ανατροπή στις κατεστημένες σκέψεις. Η ανατροπή στις κατεστημένες σκέψεις κρίνω ότι είναι και το σημερινό ζητούμενο σε όλα τα επίπεδα.
Γενικά, πάντως, η γυναίκα φαίνεται να αυτοπροσδιορίζεται όλο και περισσότερο ως εργαζόμενη γυναίκα, ως ισότιμο μέλος στην κοινωνία της εργασίας, αμειβόμενη με ίση αμοιβή με τους άνδρες για παροχή ίσης αξίας εργασία. Είναι, βεβαίως, μια πορεία σε εξέλιξη που κάποια στιγμή πρέπει να ολοκληρωθεί και ενδεχόμενα να εξισορροπήσει. Να σημειώσουμε ότι, ο νομοθέτης επέλεξε τη χρήση του όρου εργασία ίσης αξίας, αντί των πιο περιορισμένων εννοιολογικά όρων «όμοια» ή «ίδια» εργασία, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται για τη θεμελίωση της αξίωσης, ταυτότητα είδους εργασίας ή και ομοιότητα αυτών. Συνεπώς δεν χρειάζεται να έχουμε ίδιες εργασίες, αλλά ακόμη και σε διαφορετικές εργασίες, αρκεί να μπορεί να διαπιστωθεί τι ισότιμο της αξίας τους. Πάντως, να σημειώσουμε ότι η αρχή της ισότητας δεν απαγορεύει κατά τρόπο γενικό και απόλυτο τις μεταξύ των εργαζομένων διαφοροποιήσεις, αλλά εισάγει μια γενική απαγόρευση, δεδομένου ότι αυτή εφαρμόζεται όταν ρυθμίζονται ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις. Μια άκρατη και απόλυτα ακριβής εφαρμογή της αρχής της ισότητας θα οδηγούσε σε αντίθετα μονοπάτια. Αυτό στο οποίο στοχεύει η νομοθεσία μας είναι να επιτευχθεί ουσιαστική ισότητα ανδρών και γυναικών στην εργασία, ισότητα στις ευκαιρίες, ισότητα στις αμοιβές, ισότητα στο σεβασμό, ισότητα στην ανέλιξη. Ισότητα χωρίς διακρίσεις λόγω φύλου, είτε άμεση είτε έμμεση. Μπορούμε, συνεπώς, να πούμε ότι η έλλειψη ισότητας ή ίσων ευκαιριών εντοπίζεται πολυεπίπεδα, είτε κατά την πρόσληψη, είτε κατά τη λειτουργία της σχέσης. Να πούμε επί παραδείγματι ότι στο κομμάτι της αμοιβής, σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι γυναίκες, στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αμείβονταν το 2005 κατά μέσο όρο 15% λιγότερο σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους, διαφορές που κυμαίνονται, βέβαια, από πχ 4% στη Μάλτα μέχρι και 25% στην Κύπρο. Από τέτοιου είδους έρευνες – και οι παριστάμενοι ομιλητές ως πιο ειδικοί και ενήμεροι φαντάζομαι μπορούν να μας τα πουν ακόμα ακριβέστερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια – φαίνεται ότι ως χώρα έχουμε μια απόκλιση της τάξης του 9% στις αμοιβές ανδρών και γυναικών, χαμηλότερο δηλαδή από το μέσο όρο, γεγονός, όμως, που φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με το γεγονός του χαμηλού δείκτη γυναικείας απασχόλησης και αντικατοπτρίζει το μικρό ποσοστό των ανειδίκευτων εργαζόμενων γυναικών στην παραγωγή. Φαίνεται έτσι μετά από κοντά ενάμιση αιώνα να ηχούν ακόμα λογικά τα λόγια, ή μάλλον τα γραφόμενα, της Καλλιρόη Παρρέν Σιγανού, δημοσιογράφου και από τις πρώτες φεμινίστριες στη χώρα μας, η οποία στο άρθρο της «Δυστυχείς εργάτιδες» είχε χαρακτηρίσει τις γυναίκες σαν τον πιο επικερδή παράγοντα της βιομηχανίας.
Πάντως, και με βάση τα εκτεθέντα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, το οποίο επικυρώνουν και πρόσφατες έρευνες του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, ότι στη χώρα μας η έμφυλη ανισότητα αποτυπώνεται στη μικρότερη συμμετοχή γυναικών στην αγορά εργασίας, τη συγκέντρωσή τους σε ορισμένους επαγγελματικούς κλάδους και την απουσία ή την υποεκπροσώπησή τους σε άλλους, το χάσμα των αμοιβών ανδρών και γυναικών, τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας των γυναικών και τη μεγάλη παρουσία τους στο χώρο των ελαστικών μορφών εργασίας, τη μη κάλυψή τους από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, την έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης, την αδυναμία εναρμόνισης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, τις περιορισμένες δυνατότητες για επαγγελματική εξέλιξη καθώς και τη μειωμένη συμμετοχή τους στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και παρουσία τους σε θέσεις ευθύνης. Στην Ελλάδα ένα ποσοστό 65% των γυναικών απασχολείται στους κλάδους: της γεωργίας, το λιανικό εμπόριο, την εκπαίδευση, την υγεία και πρόνοια, τη δημόσια διοίκηση, τα ξενοδοχεία και εστιατόρια. Συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρατηρούμε ότι υπάρχει μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών που απασχολείται στον αγροτικό τομέα, ενώ είναι έντονη η προτίμηση τους για το δημόσιο τομέα. Επιβεβαιώνεται έτσι η ύπαρξη οριζόντιου διαχωρισμού που αναπαράγει τη διάκριση σε «ανδρικά» και «γυναικεία» επαγγέλματα, οδηγεί στον αποκλεισμό των γυναικών από κάποια επαγγέλματα και τη συγκέντρωση τους σε χαμηλά αμειβόμενες εργασίες γεγονός που αποτελεί εμπόδιο στη μείωση της ανεργίας. Όσον αφορά στην ιεραρχική ανέλιξη οι ασχολούμενοι με το θέμα ερευνητές επιβεβαιώνουν την ύπαρξη στην Ελλάδα ενός εκτεταμένου στρώματος γυάλινης οροφής στις επιχειρήσεις όλων των κλάδων, με μια αναλογική αύξηση του διαχωρισμού με το μέγεθος της επιχείρησης.
Βλέπουμε, λοιπό, ότι είναι ο επαγγελματικός διαχωρισμός μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι υπαρκτός τόσο ως οριζόντιος (δηλαδή το ποσοστό παρουσίας σε συγκεκριμένους οικονομικούς κλάδους) αλλά και ως κάθετος (δηλαδή οι διαφοροποιήσεις στην ιεραρχία στο εσωτερικό του κάθε κλάδου). Και μια από τις αιτίες που συντηρούν αυτό το φαινόμενο είναι και η έλλειψη οργανωμένης συλλογικής δράσης. Ωστόσο, υπάρχουν πάντα και οι φωτεινές εξαιρέσεις. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που με ώθησαν να βρεθώ σήμερα κοντά σας. Η συλλογική και επαγγελματική δράση σας, σε έναν χώρο που ενδεχομένως για πολλούς να είναι περισσότερο - εντός εισαγωγικών - ανδροκρατούμενος, με κάνει, προσωπικά, να πιστεύω ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει και να ευελπιστώ ότι θα γίνετε το φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση. Το έργο σας, η στάση σας και η παρακαταθήκη που αφήνετε είναι ικανά να ανατρέψουν ακόμα και τις πιο συντηρητικές και αναχαιτιστικές προοπτικές. Η δική σας πορεία, η στόχευσή σας να εφοδιαστείτε με όπλα που αντέχουν στο χρόνο, όπως είναι η μόρφωση και η παιδεία, η διάθεσή σας να συμπορευτείτε σε μια κοινή ένωση είναι στοιχεία, τουλάχιστον, αξιέπαινα! Και έχετε καταφέρει να τιμάτε τη γυναικεία σας ταυτότητα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δανείζομαι σε αυτό το σημείο τα λόγια ενός στρατιωτικού και θεατρικού συγγραφέα, του Πολύβιου Δημητρακόπουλου που έλεγε: « Η γυναίκα είναι παντού και πάντοτε γυναίκα. Πολλές φορές και κάτι περισσότερο, λιγότερο όμως ποτέ».
Κλείνοντας, θέλω να γνωρίζετε, ότι θα είμαι πάντα μαζί σας, στο πλευρό σας, από όποια θέση, από κάθε θέση, συμπαραστάτης και θαυμαστής σας! Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται φωνές συλλογικές και δυναμικές σαν τις δικές σας. Τις χρειαζόμαστε αν θέλουμε να ορθοποδήσουμε, να αφήσουμε πίσω τον κακό εαυτό μας ως χώρα, να βηματίσουμε δυναμικά προς το μέλλον, διαμορφώνοντας, ο καθένας στο δικό του πυρήνα και εν συνεχεία όλοι μαζί ένα νέο κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι αλλαγές, οι μεταρρυθμίσεις θα χαρακτηρίζονται από μια εποικοδομητική δημιουργία. Πιστεύω στη δύναμή σας και πιστεύω ότι μπορείτε να είστε πηγή εμπνεύσεως. Με αυτό το αισιόδοξο μήνυμα κλείνω τον χαιρετισμό μου αφού σας πρώτα ευχαριστήσω για τη σημερινή τιμητική πρόσκληση και σας ευχηθώ καλή συνέχεια στις δράσεις σας.