Η τοποθέτησή μου στο στρογγυλό τραπέζι «Μπορούμε ως κοινωνία και πολιτικά κόμματα να διαμορφώσουμε ένα
βιώσιμο και δίκαιο για όλες τις γενεές ασφαλιστικό σύστημα;» που
διοργάνωσαν οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ-ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, την Δευτέρα 25 Ιανουαρίου, στην Αθήνα, στο
Ξενοδοχείο ΤΙΤΑΝΙΑ.
Ένας από τους πρωταγωνιστές των
προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα μας είναι αδιαμφισβήτητα το
ασφαλιστικό. Για να μην αυτομαστιγωνόμαστε, όμως, το ασφαλιστικό αποτελεί
αγκάθι για όλο τον "δυτικό" κόσμο, καθώς καμία χώρα δεν έχει διασφαλίσει την, σε
βάθος χρόνου, βιωσιμότητά του. Η γήρανση του πληθυσμού πιέζει
τα ασφαλιστικά συστήματα της Ευρώπης για αύξηση των ορίων ηλικίας
συνταξιοδότησης και μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης. Με το δεδομένο αυτό, στην
υπόλοιπη Ευρώπη το κράτος θεσμοθέτησε τον 2ο και 3ο πυλώνα, δίνοντας
έτσι τη δυνατότητα στους πολίτες να συμπληρώνουν με προσωπική αποταμίευση την
προσδοκώμενη σύνταξη. Στην Ελλάδα διστάζουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις
για την ουσιαστική ανάπτυξη του 2ου πυλώνα και αρνούμαστε να θεσμοθετήσουμε τον
3ο πυλώνα. Φαίνεται ξεκάθαρα ότι ακόμα και τούτη την ύστατη ώρα της κρίσης τα
κόμματα διαγκωνίζονται για το ασφαλιστικό, αγνοώντας την πραγματικότητα.
Ωστόσο, ποτέ δεν είναι αργά για
εθνική συνεννόηση και το ασφαλιστικό είναι ένα πεδίο που οφείλουν όλες οι
πολιτικές δυνάμεις του τόπου μας να προσπαθήσουν να επιτευχθεί συναίνεση για
κάτι μεγάλο και διαχρονικό. Η κατανόηση, βεβαίως, του ζητήματος από την
κοινωνία είναι κομβικής σημασίας. Όσο κυριαρχεί ο μύθος ότι οι συντάξεις
σημερινές και μελλοντικές, μειώνονται, επειδή κάποιοι κακοί Ευρωπαίοι μας
επιβάλλουν άγρια λιτότητα ή επειδή κάποιοι λεηλάτησαν τα αποθεματικά των
Ταμείων, η κοινωνία δεν πρόκειται να συναινέσει σε καμία μεταρρύθμιση.
Αυτό που χρειάζεται είναι να δούμε κατάματα την αλήθεια όλοι. Σήμερα, στην Ελλάδα, 3.630.000 εργαζόμενοι πληρώνουν τις συντάξεις 2.650.000 συνταξιούχων, που μάλιστα ο μέσος όρος τους είναι μεγαλύτερος από το μέσο εισόδημα των εργαζομένων. Σήμερα ξοδεύουμε το 16,2% του ΑΕΠ στις συντάξεις. Προφανώς είναι αδύνατον να συνεχίσουμε έτσι όσο κι αν αυξήσουμε την κρατική συμμετοχή.
Αυτό που χρειάζεται είναι να δούμε κατάματα την αλήθεια όλοι. Σήμερα, στην Ελλάδα, 3.630.000 εργαζόμενοι πληρώνουν τις συντάξεις 2.650.000 συνταξιούχων, που μάλιστα ο μέσος όρος τους είναι μεγαλύτερος από το μέσο εισόδημα των εργαζομένων. Σήμερα ξοδεύουμε το 16,2% του ΑΕΠ στις συντάξεις. Προφανώς είναι αδύνατον να συνεχίσουμε έτσι όσο κι αν αυξήσουμε την κρατική συμμετοχή.
Επιπλέον, η Κυβέρνηση σήμερα έχει
μετατρέψει, με την περικοπή των 2,5 δις ευρώ, το ασφαλιστικό σε δημοσιονομικό,
και δίνει την εντύπωση ότι το αντιμετωπίζει απλά ως ένα προαπαιτούμενο, που
πρέπει να κλείσει τάχιστα, προκειμένου να προχωρήσει η αξιολόγηση, η οποία με
τη σειρά της -αφού οδηγήσει σε νέα δημοσιονομικά μέτρα- είναι προϋπόθεση για να
ανοίξει η συζήτηση διευθέτησης του δημόσιου χρέους.
Όμως, το ζητούμενο δεν είναι απλά και
μόνο να ψηφιστεί ένα ασφαλιστικό που θα καλύπτει το δημοσιονομικό, αλλά πως θα
δομηθεί ένα βιώσιμο σύστημα χωρίς αδικίες. Δυστυχώς, με το σχέδιο που κατατέθηκε, δεν εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα και η
δικαιοσύνη, αφού γίνεται μετακύλιση των επιβαρύνσεων από το ένα στρώμα στο άλλο,
πάντα μέσα στο πλαίσιο των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων.
Μία πρώτη, δομική αδυναμία της
πρότασης της Κυβέρνησης, συνίσταται στο γεγονός ότι η διασύνδεση του συστήματος
κοινωνικής ασφάλισης με την πορεία της οικονομίας, της απασχόλησης και των δημογραφικών
δεδομένων είναι ατελής, με αρνητικές επιπτώσεις και περιορισμένο ορίζοντα.
Μείωση των συντάξεων, θα οδηγήσει
στην εξαθλίωση εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες ανέργων που εξαρτώνται
οικονομικά από τους συνταξιούχους γονείς τους. Αύξηση των εργοδοτικών εισφορών
από την άλλη θα φέρει μεγαλύτερη ύφεση και αύξηση της αδήλωτης εργασίας.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό
από όλους είναι ότι το πρόβλημα επίλυσης του ασφαλιστικού είναι άμεσα
συνδεδεμένο με την αντιμετώπιση της ανεργίας, των υψηλών ποσοστών αδήλωτης
εργασίας και της αρνητικής ανάπτυξης. Αν εστιάσουμε σε αυτή την πτυχή θα
μπορέσουμε να φωτίσουμε σφαιρικότερα το ζήτημα του ασφαλιστικού.
Με το δεδομένο αυτό λοιπόν, οφείλουμε
να προχωρήσουμε και σε μια σειρά παραδοχών και προτάσεων.
Καταρχάς, η ενοποίηση των φορέων
κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι αυτοσκοπός αλλά εργαλείο και ως τέτοιο θα πρέπει
να προσεγγισθεί ώστε να μη δημιουργήσει πιο πολλά προβλήματα από όσα θα λύσει.
Η δημιουργία μεγάλων ομάδων ασφαλισμένων μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση
προβλημάτων και στην καλύτερη λειτουργία των φορέων κοινωνικής ασφάλισης υπό
την προϋπόθεση ότι: α) λαμβάνονται υπ’ όψιν οι αντικειμενικές ιδιαιτερότητες
της κάθε μορφής απασχόλησης και β) είναι καλά σχεδιασμένες και η υλοποίησή τους
θα γίνει με τρόπο που θα εξασφαλίζει την οικονομική βιωσιμότητα των φορέων και
τα ασφαλιστικά δικαιώματα, αλλά και που θα αποτρέπει λειτουργικά αδιέξοδα και
την ταλαιπωρία των ασφαλισμένων.
Φυσικά, θα πρέπει να προστατευθεί ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος με σεβασμό στην αναλογική ισότητα και άρα στη σχέση αποδοχών - εισφορών - παροχών.
Παράλληλα θα πρέπει να προχωρήσουμε στη δημιουργία επαγγελματικών ταμείων ως τρίτου πυλώνα που μπορεί να συμπληρώνει τα ποσοστά αναπλήρωσης. Στην επαγγελματική ασφάλιση έχουμε κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Κυρίως σε περιόδους κρίσης είναι απαραίτητο να υπάρχουν και τα δύο συστήματα, έτσι ώστε το συνολικό συνταξιοδοτικό εισόδημα του συνταξιούχου να αποτελείται από το άθροισμα των δύο αυτών συστημάτων. Επομένως, όταν έχουμε ένα σύστημα που βάλλεται από την ανεργία και την ύφεση όπως είναι σήμερα το διανεμητικό, να συνυπάρχει και το κεφαλαιοποιητικό.
Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η σύνδεση της φορολογικής και ασφαλιστικής μεταχείρισης των επιχειρήσεων έντασης εργασίας και έντασης κεφαλαίου με φορολογικά κίνητρα για τη πρώτη κατηγορία. Το σχέδιο της κυβέρνησης δεν προβλέπει τίποτα για τη σύνδεση ασφαλιστικού και φορολογικού συστήματος με την έννοια τουλάχιστον της ευνοϊκότερης μεταχείρισης των επιχειρήσεων έντασης εργασίας σε σχέση με την κερδοφορία των επιχειρήσεων έντασης κεφαλαίου.
Για να στηριχθεί το εγχείρημα πρέπει να υπάρχει η πρόβλεψη για πρόσθετους πόρους για το σύστημα πέραν των εισφορών, μέσω της περιουσίας της γενικής κυβέρνησης στην οποία ανήκει και το δημόσιο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Δηλαδή το δημόσιο συμμετέχει στη χρηματοδότηση του συστήματος σε ότι αφορά την κύρια ασφάλιση, στα πλαίσια της τριμερούς συμμετοχής για τα ταμεία μισθωτών και της διμερούς για τα ταμεία των ελεύθερων επαγγελματιών και των αγροτών. Η πρόσθετη χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του συστήματος μπορεί και πρέπει να εξασφαλισθεί.
Αυτονόητη προϋπόθεση είναι να ληφθεί μέριμνα, ούτως ώστε να μην αυξηθεί το μη μισθολογικό κόστος εργασίας σε βάρος της προοπτικής δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και να μη μειωθεί το διαθέσιμο εισόδημα μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών. Ας μην ξεχνάμε ότι η χώρα μας ενώ συγκαταλέγεται στις χώρες με τη χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση του εισοδήματος από εργασία, έχει υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, που, βεβαίως, δεν συνοδεύονται από την αντίστοιχη ανταποδοτικότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Για να λειτουργήσει όμως αυτό το σύστημα θα πρέπει να υπάρχουν πραγματικά κίνητρα αποθάρρυνσης της αδήλωτης εργασίας ή της απόκρυψης του τμήματος των αποδοχών που δεν θα είναι πλέον ασφαλιστικά κρίσιμο και όχι μόνο της μη καταβολής βεβαιωμένων εισφορών. Η μείωση αντί για αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο, είναι σαφές ότι μπορεί να επιτευχθεί αν καταπολεμηθεί η αδήλωτη εργασία. Αρκεί να επισημάνουμε ότι στη χώρα μας η αδήλωτη εργασία εκτιμάται ότι κινείται μεταξύ 26% και 33%, ποσοστό που ανεβαίνει κατακόρυφα σε κλάδους με εποχιακή απασχόληση. Με βάση δε ημι-εμπειρικούς υπολογισμούς η ετήσια απώλεια των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από την αδήλωτη εργασία ξεπερνά τα 2 δις ευρώ. Στις ανωτέρω απώλειες δεν υπολογίζονται αυτές, όπου οι επιχειρήσεις παρακρατούν τις ασφαλιστικές εισφορές, αλλά δεν τις αποδίδουν στους ΦΚΑ. Η πάταξη, λοιπόν, της αδήλωτης εργασίας πρέπει να είναι ο πρώτος στόχος της κάθε Κυβέρνησης. Τα ευχολόγια δεν αρκούν, όπως δεν αρκούν οι μεμψιμοιρίες για το θεριό που δεν καταπολεμείται. Απαντήσεις στο πρόβλημα της αδήλωτης εργασίας υπάρχουν, απλώς κάποιοι επιμένουν να τις αγνοούν:
α) Η ενεργοποίηση του νομοθετημένου θεσμού της Κάρτας Εργασίας με στοχευμένη εφαρμογή σε επιχειρήσεις υψηλής παραβατικότητας και βασιζόμενη στο κίνητρο έκπτωσης ασφαλιστικών εισφορών, υπό τις προϋποθέσεις της συνεπούς καταβολής τρεχουσών εισφορών και της ρύθμισης κεφαλαιοποιημένων οφειλών παρελθόντων ετών.
β) Η μέριμνα για την ευρύτερη δημοσιοποίηση και επέκταση
του θεσμού του εργοσήμου, ώστε να ενταχθούν στο ασφαλτικό σύστημα οι εργάτες του πρωτογενούς τομέα και οι περιστασιακά εργαζόμενοι.
γ) Η ουσιαστική αναβάθμιση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), έναν γίγαντα σε χειμερία νάρκη, και, παράλληλα, η δόμηση ενός ακριβούς και λειτουργικού πλαισίου συνεργασίας και αλληλοενημέρωσης με τους υπόλοιπους ελεγκτικούς μηχανισμούς και κυρίως την ΕΥΠΕΑ.
Η χρήση επιστημονικών εργαλείων όπως η στατιστική απεικόνιση - ένα βοήθημα για ακριβέστερη στόχευση, προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα στους κλάδους όπου το φαινόμενο παρουσιάζεται αυξημένο.
Φυσικά, άμεσος στόχος θα πρέπει να είναι η αύξηση τόσο των ποσοτικών όσο και των ποιοτικών στοιχείων των ελέγχων και η εγκαθίδρυση στην κοινή συνείδηση ότι ο έλεγχος είναι υπαρκτός, άμεσος, αποτελεσματικός, αυστηρός και σε ώρες και μέρες μη αναμενόμενες. Τέλος, θα πρέπει η Πολιτεία να έχει το σθένος να παραμείνει συνεπής στις όποιες τομές έχουν επιχειρηθεί να γίνουν, χωρίς να οπισθοχωρεί σε συντεχνιακά ή άλλα συμφέροντα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και ταυτόχρονα να καταργούμε διατάξεις που, έστω και με αφετηριακή αρχή τις μνημονιακές επιταγές, κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της οριστικής ρήξης με ιδιοτελή, κερδοσκοπικά συμφέροντα που λειτουργούν εις βάρος των εργαζομένων και της υγιούς επιχειρηματικότητας. Αναφέρω τη ρύθμιση που το 2011 εισήχθη στο δίκαιο μας με τον νόμο 3996 για την αναμόρφωση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, σύμφωνα με την οποία έμπαινε ένα τέλος στην πρακτική των εργοδοτών που ενέπαιζαν την Πολιτεία και τα ελεγκτικά της όργανα, "παρουσιάζοντας" όλους τους αδήλωτους εργαζόμενους ως άρτι προσληφθέντες ή ως αιφνιδιαστικής αλλαγής του προγράμματος. Με το άρθρο 30 του ν.3996/11 οι όποιες προσλήψεις έπρεπε να δηλωθούν αυθημερόν! Μια πραγματικά καινοτόμο προσέγγιση της προληπτικής καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας που ήρθε να ταράξει τα νερά. Μια προσέγγιση, όμως, που εγκαταλείφθηκε με μεταγενέστερο νόμο, υποκυπτόμενη -η ρύθμιση άραγε;- στις έντονες πιέσεις από εργοδοτικής μεριάς. Είναι ευθύνη της Πολιτείας να επαναπροσδιορίσει τα θέλω της και τις προτεραιότητές της. Θα συνεχίσει μια πολιτική πρακτική δεκαετιών που οσφυοκαμπτούσε ενώπιον των διαφόρων συμφερόντων και "πειστικών" επιχειρημάτων ή θα κάνει πράξη το όνειρο; Θα πρέπει, θεωρώ, η εν λόγω διάταξη να επανεξεταστεί, γιατί αν θέλουμε να έχουμε πρέπει και να προσέχουμε...
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ακόμα ζήτημα, αυτό των μακροχρόνιων πολιτικών διαγενεακής αλληλεγγύης και την ενίσχυση της κοινωνικής κινητικότητας των παιδιών και των νέων. Για να τη στηρίξουμε θα πρέπει αφενός να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε το Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών και αφετέρου να δημιουργήσουμε το Child Fund, έναν προσωπικό προθεσμιακό επενδυτικό λογαριασμό για κάθε παιδί μετά τη γέννησή του με την εγγύηση του Δημοσίου (πλήρως διαθέσιμος από το 18ο έτος και μετά ή/και με δικαίωμα μερικών αναλήψεων σε συγκεκριμένους χρόνους). Αυτός θα χρηματοδοτείται από το δημόσιο (π.χ. αρχική κατάθεση με εφάπαξ-λογικά ποσά ή/και με δυνατότητα αγοράς ομολόγων σε χαμηλότερη τιμή από την ονομαστική) και τους ιδιώτες (φορολογικά κίνητρα για καταθέσεις από την οικογένεια, από επιχειρήσεις, δωρεές κλπ.).
Τέλος, για κάθε πρόταση όμως πρέπει να υπάρχει βαθύς και γόνιμος διάλογος, πέρα από μικροσυμφέροντα και συντεχνιακές λογικές. Είναι δε επιβεβλημένη η θέσπιση ειδικής μόνιμης επιτροπής στη Βουλή με συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό χαρακτήρα, της οποία αρμοδιότητα θα είναι η ανάλυση των επιπτώσεων κάθε προτεινόμενου σχεδίου νόμου στη νέα γενιά και στις μελλοντικές γενιές.
Φωτογραφικό υλικό από την εκδήλωση